τσίμπλης

τσίμπλης
και τσιμπλής, θηλ. τσιμπλού και τσίμπλα, Ν [τσίμπλα]
τσιμπλιάρης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσιμπλής — τσιμπλής, ο και τσίμπλης, ο θηλ. τσιμπλού τσιμπλιάρης (βλ. λ.), τσιμπλομάτης (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσίμπλα — και τζίμπλα, η, Ν 1. η λήμη τών ματιών 2. η καύτρα λυχναριού 3. οφθαλμός στην βάση κάθε κληματίδας αμπελιού 4. θηλ. τού τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρήματος τσιμπλιάζω. Η λ. τονίστηκε στην παραλήγουσα, σε αντιδιαστολή προς το αρχ. σιφλή… …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλομάτης — α, ικο, θηλ. και τσιμπλοματού, Ν τσιμπλιάρης, τσίμπλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + μάτης (< μάτι), πρβλ. αετο μάτης] …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλού — η, Ν βλ. τσίμπλης …   Dictionary of Greek

  • τσιμπλού — η πληθ. ούδες, οι, θηλ. του τσιμπλής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”